Το 1930 στην Ιερά Μονή της Παμμακαρίστου Θεοτόκου λειτουργούσε, με τη διεύθυνση των Καλογραιών, νηπιαγωγείο και πρότυπο Δημοτικό σχολείο. Την περίοδο της Κατοχής, όταν η πείνα και οι στερήσεις εξαθλίωσαν τον πληθυσμό της περιοχής, οι καλόγριες της Μονής μοίραζαν συσσίτιο όχι μόνο στους μαθητές τους αλλά και σε πολλά άλλα παιδιά της περιοχής που πήγαιναν σε άλλα σχολεία. Το Δεκέμβριο του 1944, όταν γίνονταν μάχες σε όλη την Αθήνα, δέχτηκαν και περιέθαλψαν στους χώρους της Μονής πολλούς τραυματίες.
Το Νοσοκομείο Παμμακάριστος ιδρύθηκε το 1953 από την Ελληνική Καθολική Εξαρχία και την Ιερά Μονή Παμμακαρίστου Θεοτόκου με σκοπό την παροχή βοήθειας και περίθαλψης στους κατοίκους της Αθήνας. Το 1986 περιήλθε στη δύναμη των νοσοκομείων του ΕΣΥ και το 1991 ορίστηκε ως Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας.
Όπως αναφέρει η Ρίκα Σεϊζάνη στο βιβλίο της Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια (σσ. 30-32) :
Το Νοσοκομείο Παμμακάριστος ιδρύθηκε το 1953 από την Ελληνική Καθολική Εξαρχία και την Ιερά Μονή Παμμακαρίστου Θεοτόκου με σκοπό την παροχή βοήθειας και περίθαλψης στους κατοίκους της Αθήνας. Το 1986 περιήλθε στη δύναμη των νοσοκομείων του ΕΣΥ και το 1991 ορίστηκε ως Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας.
Όπως αναφέρει η Ρίκα Σεϊζάνη στο βιβλίο της Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια (σσ. 30-32) :
"Στην Κατοχή η "Παμμακάριστος" εξακολουθούσε να είναι σχολείο και κάθε μεσημέρι οι καλόγριες μοίραζαν συσσίτιο, όχι μόνο στις μαθήτριες τους αλλά και σε πολλά άλλα κορίτσια της γειτονιάς που πήγαιναν σε άλλα σχολεία. [...] Το συσσίτιο άρχισε με μια μακριά ουρά για την εγγραφή. Σταθήκαμε μιά παρέα συμμαθήτριες και μπροστά μας ήταν ένα τσούρμο κοπέλες από το κοντινό 8ο Γυμνάσιο. [...] Πήγαινα στο σχολείο μ'ένα άσπρο βαθύ πιάτο μέσα στη σάκκα μου, τυλιγμένο μαζί με το κουτάλι σε μια άσπρη πετσέτα. Στο γυρισμό επειδή ήταν βρόμικο το έφερνα στο χέρι κρατώντας το δεμένο μέσα στην πετσέτα. Καθόμαστε και τρώγαμε στα θρανία. Μόλις μπαίναμε στη μεγάλη αίθουσα λέγαμε "ώχ, χυλός" ή "ώχ, πληγούρι" γιατί η μυρωδιά μας προειδοποιούσε. Αυτά ήταν τα χειρότερα φαγητά και τα τρώγαμε πιο συχνά. Μόλις έτρωγες μερικές κουταλιές και περνούσε λίγο η πείνα, σ'έπιανε μιά σιχασιά. Για πολλές εβδομάδες τρώγαμε τις καθημερινές αυτά τα δύο φαγητά εναλλάξ. Τις Κυριακές είχαμε πατάτες γιαχνί ή μακαρόνια. Χωρίς τυρί και χωρίς βούτυρο βέβαια. Μιά καλόγρια καθότανε στην πόρτα την ώρα που φεύγαμε και κοίταζε μήπως είχαμε φάει όλο το φαϊ μας. Σφιχτόδενα το πιάτο μου με την πετσέτα όταν δεν κατάφερνα να τελειώσω το αναγουλιαστικό φαγητό και περνούσα με φόβο κάτω από το άγρυπνο μάτι της. Το άδειαζα στο πρώτο οικόπεδο της διαδρομής, σπρώχνοντας με το κουτάλι το χυλό, που κρύος πιά, έμοιαζε με σκασμένη γη από την ξηρασία".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου